-
1 πελανος
ὅ1) жертвенный пирог(πέλανον θύειν Aesch., Eur.)
2) жертвенное возлияние(χεῖν τὸν πέλανον ἐν τύμβῳ Aesch.)
3) густая влага(ἐρυθρὸς ἐκ μελέων π. Aesch.)
στόματος ἀφρώδης π. Eur. — пена на устах
1 πελανος
(πέλανον θύειν Aesch., Eur.)
(χεῖν τὸν πέλανον ἐν τύμβῳ Aesch.)
(ἐρυθρὸς ἐκ μελέων π. Aesch.)